Αντίστροφα φέρεται να μετρά ο χρόνος για την αυτόνομη παρουσία του αμερικάνικου κολοσσού PepsiCo στην Ελλάδα όσον αφορά στο κομμάτι των αναψυκτικών.
Όπως αναφέρει η Ημερησία, σύμφωνα με πληροφορίες η εταιρεία συνεχίζει τις προσπάθειες για την μεταβίβαση των δικαιωμάτων παραγωγής και εμφιάλωσης των αναψυκτικών της επί ελληνικού εδάφους σε τρίτο συνεργάτη, χωρίς ωστόσο μέχρι στιγμής να έχει υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Μάλιστα τα κεντρικά του ομίλου φέρονται να έχουν ζητήσει από την ελληνική θυγατρική τους, την Pepsico ΗΒΗ να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατό την όλη διαδικασία. Τον τελευταίο χρόνο η Pepsico-HBH έχει συζητήσει με διάφορες ελληνικές εταιρείες του χώρου, μεταξύ των οποίων η Λουξ Μαρλαφέκας και η ΕΨΑ διερευνώντας την πιθανότητα συνεργασίας. Το μεγάλο «αγκάθι» φέρεται πως είναι οι υπέρογκες ζημίες που έχει συσσωρεύσει η Pepsico ΗΒΗ στη διάρκεια της κρίσης, αλλά και η «απαξίωση» του brand name της, το οποίο σύμφωνα με ανθρώπους του κλάδου «ξεθωριάζει» εξαιτίας της λάθος -όπως την χαρακτηρίζουν- τιμολογιακής πολιτικής της.
Οι παρατεταμένες προσφορές, υποστηρίζουν οι ίδιοι, τείνουν να μετατρέψουν ένα δυνατό προϊόν σε συνώνυμο της ιδιωτικής ετικέτας, ενώ στα μειονεκτήματα συγκαταλέγεται και ο δυσανάλογα μεγάλος αριθμός των εργαζομένων της σε σχέση με το μέγεθος και τις πωλήσεις που πραγματοποιεί επί ελληνικού εδάφους. Σύμφωνα με στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ICAP, την περίοδο 2009-2013 η εταιρεία έχασε περίπου το 45% των πωλήσεών της, καθώς από 125,5 εκατ. ευρώ το 2009 έφθασε να έχει πωλήσεις 70 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2013. Κατά την ίδια περίοδο, η λειτουργική κερδοφορία όχι μόνο εξανεμίστηκε αλλά «γύρισε» σε ζημίες στο τέλος του 2013.
Απώλειες κατεγράφησαν και στα μερίδια αγοράς στην κατηγορία των αναψυκτικών με γεύση, με αποτέλεσμα να πέσει στην τρίτη θέση από τη δεύτερη, την οποία πήρε η Λουξ. Σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen το δίμηνο Αυγούστου–Σεπτεμβρίου η PepsiCo κατέγραψε πτώση σε όλες τις περιοχές με αποτέλεσμα στο σύνολο της χώρας να υποχωρήσει στην 3η θέση με μερίδιο μόλις 6,8% από 7,3% το αντίστοιχο διάστημα ένα χρόνο πριν.